ξομπλιάστρα

ξομπλιάστρα
η
1. κεντήστρα, διακοσμήτρια
2. μτφ. κουτσομπόλα γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξομπλιάζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κεντήσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”